λυσιτέλειαν

λυσιτέλειαν
λυσιτέλεια
advantage
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λυσιτέλεια — η (Α λυσιτέλεια) [λυσιτελής] κέρδος, όφελος («καὶ ζητοῡντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ) αρχ. φρ. α) «λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον» αναβολή πληρωμών ωσότου καταστούν υποχρεωτικές β) «διὰ λυσιτέλειαν» για οικονομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”